Start Learning Greek in the next 30 Seconds with
a Free Lifetime Account

Or sign up using Facebook
Word Image
Restaurant
22 words
Word Image
Restaurant
22 words
epitayí
επιταγή
feminine
(n)
check
filodórima
φιλοδώρημα
neutral
(n)
tip
O kírios díni filodórima ston servitóro.
Ο κύριος δίνει φιλοδώρημα στον σερβιτόρο.
The gentleman is tipping the waiter.
servitóra
σερβιτόρα
feminine
(n)
waitress
servitóra me stolí
σερβιτόρα με στολή
waitress in uniform
servitóros
σερβιτόρος
masculine
(n)
waiter
servitóros xenodohíu
σερβιτόρος ξενοδοχείου
hotel waiter
vradinó
βραδινό
neutral
(n)
dinner
Tróme vradinó stis eftá akrivós káthe vrádi.
Τρώμε βραδινό στις 7 ακριβώς κάθε βράδυ.
We have dinner at seven o'clock sharp each night.
snak
σνακ
neutral
(n)
snack
óra ya snak
ώρα για σνακ
snack time
kinéziko fayitó
κινέζικο φαγητό
neutral
(p)
Chinese food
To kinéziko fayitó íne nóstimo!
Το κινέζικο φαγητό είναι νόστιμο!
Chinese food is delicious!
metr
μετρ
masculine
(n)
maitre d'
O metr elénhi pios béni mésa kei pios káthete pú.
Ο μετρ ελέγχει ποιος μπαίνει μέσα και ποιος κάθεται πού.
The maitre' d controls who gets in and who sits where.
menú
μενού
neutral
(n)
menu
O pelátis kitái to menú.
Ο πελάτης κοιτάει το μενού.
The customer is looking at the menu.
ditikí kuzína
δυτική κουζίνα
feminine
(p)
Western food
estiatório ditikís kuzínas
εστιατόριο δυτικής κουζίνας
western food restaurant
mi kapnízondes
μη καπνίζοντες
(p)
non-smoking
tmíma mi kapnizóndon
τμήμα μη καπνιζόντων
non-smoking section
kapnízondes
καπνίζοντες
masculine
(n)
smoking
éthrio ya kapnízondes
αίθριο για καπνίζοντες
smoking patio
neró
νερό
neutral
(n)
water
Boró na ého lígo neró, parakaló?
Μπορώ να έχω λίγο νερό, παρακαλώ;
Can I have some water, please?
pistotikí kárta
πιστωτική κάρτα
feminine
(p)
credit card
agorázo me pistotikí kárta
αγοράζω με πιστωτική κάρτα
buy with a credit card
próhiro fayitó
πρόχειρο φαγητό
neutral
(p)
fast food
yévma próhiru fayitú
γεύμα πρόχειρου φαγητού
fast food meal
arhimáyiras
αρχιμάγειρας
masculine
(n)
chef
O arhimáyiras ftiáhni éna yévma.
Ο αρχιμάγειρας φτιάχνει ένα γεύμα.
The chef is making a meal.
logariazmós
λογαριασμός
masculine
(n)
bill
ftinós logariazmós
φτηνός λογαριασμός
inexpensive bill
self sérvis
σελφ σέρβις
neutral
(p)
self-service
estiatório self sérvis
εστιατόριο σελφ σέρβις
self-service restaurant
kanáta nerú
κανάτα νερού
feminine
(p)
pitcher of water
parangélno fayitó
παραγγέλνω φαγητό
(p)
order food
I yinéka parangélni fayitó.
Η γυναίκα παραγγέλνει φαγητό.
The woman is ordering food.
italikó fayitó
ιταλικό φαγητό
neutral
(p)
Italian food
I makaronáda me sáltsa domátas theoríte italikó fayitó.
Η μακαρονάδα με σάλτσα ντομάτας θεωρείται ιταλικό φαγητό.
Pasta with tomato sauce is considered Italian food.
éthik kuzína
έθνικ κουζίνα
feminine
(p)
ethnic food
To kalítero méros ton taxidión íne i prózvasi se mia megáli pikilía éthnik kuzínas.
Το καλύτερο μέρος των ταξιδιών είναι η πρόσβαση σε μια μεγάλη ποικιλία έθνικ κουζίνας.
The best part of traveling is the access to a wide range of ethnic food.
0 Comments
Top