Start Learning Greek in the next 30 Seconds with
a Free Lifetime Account

Or sign up using Facebook
Word Image
50 Most Common Verbs
51 words
Word Image
50 Most Common Verbs
51 words
xekurázome
ξεκουράζομαι
(v)
rest
O ándras xekurástike stin eóra.
Ο άντρας ξεκουράστηκε στην αιώρα.
The man rested in the hammock.
mayirévo
μαγειρεύω
(v)
cook
O sef mayírepse stin kuzína.
Ο σεφ μαγείρεψε στην κουζίνα.
The chef cooked in the kitchen.
epistréfo
επιστρέφω
(v)
return
epistréfo sto spíti to vradáki
επιστρέφω στο σπίτι το βραδάκι
return home in the evening
káno bánio
κάνω μπάνιο
(p)
bathe
Ta agória ékanan bánio stin baniéra.
Τα αδέρφια έκαναν μπάνιο στη μπανιέρα.
The brothers bathed in the bathtub.
kimáme
κοιμάμαι
(v)
sleep
To moró kimátai stin kuvérta.
Το μωρό κοιμάται στην κουβέρτα.
The baby sleeps on the blanket.
xipnáo
ξυπνάω
(v)
wake up
xipnáo to proí
ξυπνάω το πρωί
wake up in the morning
esthánome
αισθάνομαι
(v)
feel
To agóri esthánete lipiméno.
Το αγόρι αισθάνεται λυπημένο.
The boy is feeling sad.
schediázo
σχεδιάζω
(v)
draw
Zítisa apó ton ikonográfo na mu schediási mia ikóna.
Ζήτησα από τον εικονογράφο να μου σχεδιάσει μια εικόνα.
I asked the illustrator to draw me a picture.
anávo
ανάβω
(v)
turn on
anávo to fos
ανάβω το φως
turn on a light
ftáno
φτάνω
(v)
arrive
O patéras éftase sto párko.
Ο πατέρας έφτασε στο πάρκο.
The father arrived at the park.
apandó
απαντώ
(v)
answer
I mathités apandáne tis erotísis.
Οι μαθητές απαντάνε τις ερωτήσεις.
The students answer the questions.
didásko
διδάσκω
(v)
teach
O dáskalos dídaxe stin táxi.
Ο δάσκαλος δίδαξε στην τάξη.
The teacher taught the class.
rotáo
ρωτάω
(v)
ask
O fititís mia erótisi ston kathiyití.
Ο φοιτητής κάνει μια ερώτηση στον καθηγητή.
The university student asks the professor a question.
lamváno
λαμβάνω
(v)
receive
O ándras élave hrímata.
Ο άντρας έλαβε χρήματα.
The man received money.
schediázo
σχεδιάζω
(v)
plan
Tha schediásume tis diakopés stin Evrópi.
Θα σχεδιάσουμε τις διακοπές στην Ευρώπη.
We'll plan the holiday to Europe.
exigó
εξηγώ
(v)
explain
O kathiyitís exíyise to diágrama.
Ο καθηγητής εξήγησε το διάγραμμα.
The professor explained the diagram.
boró
μπορώ
(v)
can
boró na pidíxo páno apó
μπορώ να πηδήξω από πάνω
can jump over
klíno
κλείνω
(v)
close
O fititís éklise tin pórta.
Ο φοιτητής έκλεισε την πόρτα.
The university student closed the door.
agorázo
αγοράζω
(v)
buy
agorázo me pistotikí kárta
αγοράζω με πιστωτική κάρτα
buy with a credit card
trého
τρέχω
(v)
run
trého se stívo
τρέχω σε στίβο
run on a track
thélo
θέλω
(v)
want
I ipálili tu grafíu íthelan to dónat.
Οι υπάλληλοι του γραφείου ήθελαν το ντόνατ.
The office workers wanted the doughnut.
diavázo
διαβάζω
(v)
read
Klíse tin tileórasi ke diávase éna vivlío.
Κλείσε την τηλεόραση και διάβασε ένα βιβλίο.
Turn off the television, and read a book.
psáhno
ψάχνω
(v)
search
psáhno ya mirmígia
ψάχνω για μυρμήγκια
search for an ant
episképtome
επισκέπτομαι
(v)
tour
episképtome ta erípia
επισκέπτομαι τα ερείπια
tour the ruins
vázo
βάζω
(v)
put
Vále tin epigrafí sto brostinó tmíma tu ktiríu.
Βάλε την επιγραφή στο μπροστινό τμήμα του κτιρίου.
Put the sign on the front of the building.
0 Comments
Top